- φονξιοναλισμός
- (functionalism). Κοινωνιολογικός όρος που καθιερώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Ο όρος συμπυκνώνει και υποδηλώνει τις περισσότερο έκδηλες συνέπειες της σύγκρουσης του δαρβινισμού με τις ανθρωπιστικές και τις φυσικές επιστήμες.
Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης και στην αρχιτεκτονική και αφορά μια από τις τάσεις που εκδηλώθηκαν τον 20ό αι., κυρίως στη Γερμανία, Ολλανδία και ΗΠΑ. Οι οπαδοί του φ. στην αρχιτεκτονική ασπάζονται την αρχή σύμφωνα με την οποία τα κτίρια και διάφορα τεχνικά έργα πρέπει να ανταποκρίνονται αυστηρά στις συντελούμενες σε αυτά παραγωγικές και συνηθισμένες λειτουργίες, πράγμα που μπορεί να πετύχει με βάση τη χρησιμοποίηση της βιομηχανικής δομικής τεχνικής και παραγωγής. Ο φ. προώθησε κυρίως πολλές νέες ιδέες κατασκευών τυποποιημένων τμημάτων και τετράγωνων κατοικιών. Πολλοί ωστόσο αποδίδουν στον φ. την κατηγορία ότι παραγνωρίζει, στις κατασκευές του, τις εθνικές παραδόσεις και τις τοπικές συνθήκες.
* * *και φουνξιοναλισμός, ο, Νάλλη ονομασία για τον λειτουργισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fonctionnalisme < γαλλ. fonction < λατ. functio «λειτουργία»].
Dictionary of Greek. 2013.